- μεθαιμοσφαιρίνη
- Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης, στο οποίο το ιόν του σιδήρου είναι οξειδωμένο από τη μορφή Fe2+, με την οποία απαντάται φυσιολογικά, στη μορφή Fe3+. Η μ. έχει καστανοκόκκινο χρώμα και δεν έχει την ικανότητά να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς, λόγω αλλαγής της δομής της· για τον λόγο αυτό, η μετατροπή μεγάλου ποσοστού αιμοσφαιρίνης σε μ. προκαλεί μία παθολογική κατάσταση, γνωστή με την ονομασία μεθαιμοσφαιριναιμία.
Η μ. σχηματίζεται κατά την αποσύνθεση του αίματος ή με τη δράση διαφόρων οξειδωτικών φαρμάκων ή τοξικών παραγόντων. Φυσιολογικά, μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 1% της αιμοσφαιρίνης, βρίσκεται με τη μορφή της μ. στο αίμα του ανθρώπου. Ένα ένζυμο των ερυθροκυττάρων είναι σε θέση να καταλύει την αντίστροφή αντίδραση, δηλαδή την αναγωγή της μ. σε αιμοσφαιρίνη.
* * *ηβιολ.1. οξειδωμένη μορφή τής αναπνευστικής χρωστικής αιμοσφαιρίνης2. φρ. «ρεδουκτάση μεθαιμοσφαιρίνης» — ένζυμο που επιτρέπει τον σχηματισμό τής μεθαιμοσφαιρίνης σε λειτουργική αιμοσφαιρίνη.
Dictionary of Greek. 2013.